ἀνεπίγραφος

ἀνεπίγραφος
ἀνεπίγραφος
without title
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανεπίγραφος — η, ο (AM ἀνεπίγραφος, ον) 1. εκείνος που δεν έχει επιγραφή 2. (για συγγράματα) ανώνυμος, εκείνος του οποίου ο συγγραφέας δεν είναι γνωστός μσν. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί, παράδοξος, απίστευτος αρχ. μτφ. ο χωρίς σαφή γνωρίσματα… …   Dictionary of Greek

  • ανεπίγραφος — η, ο επίρρ. α ο χωρίς επιγραφή, χωρίς τίτλο: Η στήλη που βρέθηκε είναι ανεπίγραφη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεπίγραφον — ἀνεπίγραφος without title masc/fem acc sg ἀνεπίγραφος without title neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιγράφοις — ἀνεπίγραφος without title masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιγράφου — ἀνεπίγραφος without title masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιγράφους — ἀνεπίγραφος without title masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιγράφων — ἀνεπίγραφος without title masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιγράφῳ — ἀνεπίγραφος without title masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίγραφα — ἀνεπίγραφος without title neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίγραφοι — ἀνεπίγραφος without title masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”